- βεβίωκα
- βιόωliveperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βεβιώκασι — βεβιώκᾱσι , βιόω live perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβιώκασιν — βεβιώκᾱσιν , βιόω live perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβίωκ' — βεβίωκα , βιόω live perf ind act 1st sg βεβίωκε , βιόω live perf imperat act 2nd sg βεβίωκε , βιόω live perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιώ — (I) βιῶ ( άω) (Α) Ι. πιέζω, στενοχωρώ II. ( ώμαι) 1. παρασύρομαι βίαια, υποχωρώ στη βίαιη δύναμη κάποιου 2. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου 3. αναγκάζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον κάτι 4. βιάζω γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία, αν και το βιώμαι,… … Dictionary of Greek